- Χρυσοφόρα
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ.), στην πρώην επαρχία Μεσσήνης, του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Στρεφιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσοφόρα — χρῡσοφόρα , χρυσοφόρος wearing gold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
χρυσοφόρος — α, ο / χρυσοφόρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που φορεί χρυσά, χρυσοποίκιλτα ενδύματα («Ἑλλήνων προμαχοῡντες Ἀθηναῑοι Μαραθῶνι χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν», Σιμων.) 2. αυτός που παράγει ή που περιέχει χρυσό (α. «χρυσοφόρα κοιτάσματα» β. «ὁ γράψας… … Dictionary of Greek
Αραγκουάγια — (Araguaia).Ποταμός (2.640 χλμ.) της Βραζιλίας, παραπόταμος του Τοκαντίς. Πηγάζει από την οροσειρά Καϊπό, στα νότια της πολιτείας Γκοιάς και ενώνεται με τον ποταμό Τοκαντίς κοντά στον Άγιο Ιωάννη. Στο μέσο της διαδρομής του χωρίζεται σε δύο… … Dictionary of Greek
δισθενής ή κυανίτης — Ορυκτό, βασικό πυριτικό άλας του αργιλίου με χημικό τύπο Αl2SiΟ5. Ο δ. κρυσταλλώνεται στο τρικλινές σύστημα. Εμφανίζεται συνήθως με μορφή ταινιωδών συσσωματωμάτων, με γαλαζωπό ή πρασινωπό χρώμα και μαργαριτώδη λάμψη. Έχει ειδικό βάρος 3,5 3,6 και … Dictionary of Greek
Καλιφόρνια — I (California). Πολιτεία (411.047 τ. χλμ., 35.116.033 κάτ. το 2002) των ΗΠΑ στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας, πρώτη σε πληθυσμό και τρίτη σε έκταση μετά την Αλάσκα και το Τέξας. Συνορεύει με τις πολιτείες Όρεγκον στα Β, Νεβάδα στα Α, Αριζόνα στα… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… … Dictionary of Greek
Στρέφι — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (548 κάτ., υψόμ. 180 μ.) στην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ. χλμ., 579 κάτ.), στην οποία υπάγεται και ο οικισμός Χρυσοφόρα (31 κάτ., υψόμ. 190 μ.).… … Dictionary of Greek